Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΟΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥΣ: Vólek sas dve nógï


Vólek sas dve nógï
(πομάκικο παραμύθι από τη Γλαύκη)

Bir vakît bir zemán imâla ennók imâl ye mlógu hayvánata. Νe mógal da gi pasé i ne si ye imâl zhóna da mu pamága. Pak mu sa faf aftóna kradé pa enná kóza.  I tóy hódi faf ennó séla da íshte afchére  da náyde. Κakná pîta faf sélana izláze edín star chülâk i víka mu:
- Mo pîta faf ayzí séla. She ti sa smöt aytúsa vrit pétï.
I tóy si nabíva. Κákna si pódi na pot srôsnava ennók chülâka i víka mu :
- Méraba!
I chülâkon go pîta:
-  Ti at kadé varvísh  aysé kríve pres tus?  
- Νéma níkakvo. Ηódi da íshtam  da náydam nékva afchére. Am sa faf sélasa vrit péti. Νéma.  Pódem faf drúgo séla da videm.
I chülâkon mu víka:
- Právem li ti ye?
I tóy mu víka:
- Am óti da mi ne právish le agá íshtesh da dóydesh.

I tóy mu víka:
- Kólku she ma plátash aidá?
- Pa ennó kóza she ti dávam i she ta hránem i she ta preménem.
I tóy víka:
- Da, áma slúshay kakvó she ti kázam.  Ko sa páne bannósh nékvï vólkove da izedót i li banî hïrsîze da ukradót néma mi sa kárash.
I saybíena víka “da”. Pak tóy ye bil zhîyen ye kral. Ζató mu ye víkal «ko izedé vólek i ko ukradé bannó néma da sa kárash». Pak tóy atishól za ennó godína da pasé i víka si samîi:
- On ikí áy, on ikí kózi i her gün pa ennó she krádam i she predávam  i she klávam parîne na kráy. Agá návarsham godína az aynézi parî she si kúpem drúgi kózi, i ye da ímam mlógu i da zhívam detíne.

  I tóy go právi. Agá navórshil godína  saybíyena mu dáva on ikí kózï i víka mu:
- Vóri si se, óti ko isedísh éshte ennó godína vrit kózise she gi izedót. I na sónane i máne she izedót .
I afchéren hódi kupóva sas parîne i drúgï kózï i zöl da gi pasé.  I víka saybíyeine:
 - Ye she po mlógu hayváne da stórem at tébe.  Tébe gi kradót i vólkove sas dve nógï gi yedót.
I saybíyena mu víka:
-  Agá gi sa yélï vólkove sas dve nógï,  i dannó i tvóyte izedót vólkove sas chétri nógï i tébe sas teh, agá si právil aytazí.
Ι za bir áyi vótre has mlógu vólkove izlázet i zévat vrit hayvánine i tógu.  Ι saybíyeno sa séta chi ye tóy kral.
   Αgá go izévat vólkove spírat sa da sa gubôt kózi. I hïrsîzinune zhanána astánava ezdavítsa i zíma saybíyena. I tagás mu kázava:
- Τóy ti kradé her gün kózite. Áma Alláh go nagodí na sónate. I kózïte i tógu izévat na tséla.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ 
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Ο λύκος με τα δύο πόδια

 
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας που είχε πολλά ζώα. Δε μπορούσε να τα βοσκήσει και δεν είχε γυναίκα να τον βοηθάει. Και κάθε εβδομάδα του κλέβουν από μια κατσίκα.  Κι αυτός πάει σε ένα χωριό για να ψάξει να βρει τσοπάνο. Kαθώς ρωτούσε στο χωριό βγαίνει ένας γέρος και του λέει:
- Μη ρωτάς σε αυτό το χωριό. Θα σε γελάνε γιατί είναι όλoι διαβασμένοι.
Κι αυτός φεύγει. Περπατώντας στο δρόμο, συναντάει έναν άνθρωπο και του λέει:
- Καλημέρα!
Και ο άνθρωπος τον ρωτάει:
- Eσύ από πού έρχεσαι στραβά από εδώ;
- Δεν έχει τίποτα.  Πήγα να ψάξω να βρω κανένα τσοπάνο. Αλλά είναι στο χωριό όλοι διαβασμένοι.  Δεν έχει. Πάω σε άλλο χωριό να δω.
Και ο άνθρωπος τού λέει:
- Εγώ σου κάνω;
Κι αυτός τού λέει:
- Γιατί δε μού κάνεις; Άμα θέλεις,  έλα.

Και αυτός τού λέει:
- Πόσο θα με πληρώνεις το μήνα;
- Από μια κατσίκα θα σου δίνω και θα σε ταΐζω και θα σε ντύνω.
Και αυτός λέει:
- Εντάξει, αλλά άκου τι θα σού πω. Aν τύχει κάποτε και κανένας λύκος φάει κανένα ή αν κάποιοι κλέφτες κλέψουνε, δε θα με μαλώνεις.
Και ο νοικοκύρης λέει «εντάξει». Αλλά αυτός ήταν που έκλεβε. Γι αυτό τού έλεγε  «αν τύχει και φάει ο λύκος ή αν κλέψει κανένας δε θα μαλώνεις». Και αυτός πήγε για ένα χρόνο να βόσκει και έλεγε μόνος του:
- Δώδεκα μήνες, δώδεκα κατσίκια και κάθε μέρα από μία θα κλέβω και θα πουλάω και θα βάζω τα λεφτά στην άκρη. Όταν συμπληρώσω χρόνο με αυτά τα λεφτά θα αγοράσω άλλες κατσίκες, κι εγώ να έχω πολλά και να ζήσω τα παιδιά μου.

  Kαι έτσι κι έκανε. Όταν συμπλήρωσε το χρόνο ο νοικοκύρης τού δίνει δώδεκα κατσίκες  και τού λέει:
- Φύγε τώρα,  γιατί αν κάτσεις άλλο ένα χρόνο όλες τις κατσίκες θα τις φάνε.  Και στο τέλος κι εμένα θα με φάνε.
Και ο τσοπάνης πάει και αγοράζει με τα λεφτά και άλλα κατσίκια και άρχισε να τα βοσκάει. Και λέει στο νοικοκύρη:
- Eγώ πιο πολλά ζώα θα κάνω από σένα. Εσένα σου τα κλέβουνε και λύκοι με δύο πόδια σού τα τρώνε
Kαι ο νοικοκύρης τού λέει:
- Aφού τα τρώγανε λύκοι με δυο πόδια, εύχομαι και τα δικά σου να τα φάνε λύκοι με τέσσερα πόδια κι εσένα μαζί, εφόσον έκανες αυτή τη δουλειά.
 Kαι μέσα σε ένα μήνα πραγματικά βγήκαν πολλοί λύκοι και έφαγαν όλα τα ζώα και αυτόν μαζί. Και ο νοικοκύρης κατάλαβε ότι αυτός έκλεβε.
   Αφού τον έφαγαν οι λύκοι, σταμάτησαν να χάνονται κατσίκια. Και η γυναίκα του κλέφτη έμεινε χήρα και πήρε το νοικοκύρη. Και μετά αυτή του λέει:

- Αυτός σου έκλεβε κάθε μέρα τα κατσίκια. Αλλά ο Θεός τον τιμώρησε στο τέλος. Και τις κατσίκες και αυτόν τον ίδιο τους έφαγαν όλους μαζί.


* Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα «Uchem so Pomátsko – Μαθήματα Πομακικής Γλώσσας»  τεύχος  Β’, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης 2004.