Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

"Νέες δυναμικές στη μειονότητα" - άρθρο του Άγγελου Συρίγου



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΜΦΑΣΗ» (ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007)

«Νέες δυναμικές στη μειονότητα»

Άγγελος Συρίγος
Δικηγόρος-επ. Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου & Εξωτερικής Πολιτικής
Πάντειο Πανεπιστήμιο


Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι το 1990 η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ήταν εγκλωβισμένη σε έναν αγώνα επιβιώσεως που την καταδίκαζε σε στασιμότητα και οπισθοδρόμηση. Έπρεπε να αμυνθεί έναντι μίας σειράς διοικητικών μέτρων που δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στην καθημερινότητα του μέσου Μουσουλμάνου. Η θέσπιση της πολιτικής ισονομίας και ισοπολιτείας το 1990 επέτρεψε στη μειονότητα να ξεφύγει από την περιχαράκωση και να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της υπόλοιπης ελληνικής κοινωνίας. Παρά τις ουσιώδεις αλλαγές, η εικόνα που αναπαράγεται για τη μειονότητα, έχει παραμείνει στην περίοδο προ του 1990.
          Η αναφορά δεν γίνεται σε σχέση με τα έργα υποδομής στις μουσουλμανικές περιοχές, τις διανοίξεις και ασφαλτοστρώσεις δρόμων, την πλήρη επέκταση της ηλεκτροδοτήσεως, τις τηλεφωνικές συνδέσεις κ.λ.π.. Αυτά προχώρησαν συστηματικά μετά το 1990 από όλες τις κυβερνήσεις και σήμερα η Θράκη δεν υστερεί από πλευράς έργων υποδομής συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ελλάδος. Πολύ πιο σημαντικές όμως είναι οι διεργασίες στο εσωτερικό της μειονότητας, οι φανερές ή κρυφές μεταβολές, η ανατροπή των δεδομένων, που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τη χάραξη της μειονοτικής πολιτικής.

Το πιο καλά κρυμένο μυστικό της μειονότητας
Είναι γνωστό ότι η μουσουλμανική μειονότητα αποτελείται από τρεις εθνοτικές ομάδες: τους «Τουρκογενείς» (ή Τουρκόφωνους ή Τούρκους), τους Πομάκους και τους Αθιγγάνους. Συνήθως τα ποσοστά που δίνονται για την κάθε ομάδα είναι 50% για τους Τουρκόφωνους/Τούρκους, 30-35% για τους Πομάκους και 15-20% για τους Αθιγγάνους. Η πραγματικότητα, όμως, φαίνεται ότι είναι αρκετά διαφορετική. Η πλειοψηφία αυτών που αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι (είτε διότι όντως αισθάνονται Τούρκοι είτε διότι οφείλουν να δηλώνουν αυτή την ταυτότητα δημοσίως) είναι στην πραγματικότητα άτομα πομακικής καταγωγής. Θεωρείται ως το πιο καλά κρυμένο μυστικό της μειονότητας. Είναι εύκολο, όμως, να διαπιστωθεί, όταν οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως Τούρκοι αναφέρονται στα χωριά καταγωγής είτε των ιδίων είτε των γονεών τους. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν πομακικά χωριά στην οροσειρά της Ροδόπης.
          Το ερώτημα είναι τί έγιναν οι καθ’ αυτό οι Τούρκοι. Κατ’ αρχάς, ένα πρώτο κύμα έφυγε για την Τουρκία την περίοδο αμέσως μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, όταν οριστικοποιήθηκε η παραμονή της Δυτικής Θράκης εντός της ελληνικής επικράτειας. Ήσαν κυρίως οι πλούσιες οικογένειες (οι αγάδες, όπως λέγονται στην περιοχή) με μεγάλα κτήματα στον κάμπο. Αφού πρώτα πουλήσανε τις περιουσίες τους, μετανάστευσαν στην Τουρκία.
          Ακολούθησε ένα δεύτερο πολύ μεγαλύτερο κύμα μεταναστεύσεως τη δεκαετία του 1950. Ήταν οι Τουρκόφωνοι από τα πεδινά της Ξάνθης και Κομοτηνής που επέλεξαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Παράγοντες που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή ήσαν οι κακές οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, σε αντίθεση με τη σχετικώς καλύτερη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας· οι φήμες περί λαμπρής υποδοχής και αποκαστάσεως στην Τουρκία· η περιορισμένη αγροτική γη στην ελληνική Θράκη· η αποφυγή στρατεύσεως.
Στους ανωτέρω παράγοντες θα πρέπει να προστεθεί και η τουρκική πολιτική απόφαση μεταξύ 1953-60 να ενθαρρυνθεί η μετανάστευση στην Τουρκία. Παραμονές των Σεπτεμβριανών του 1955 τα όργανα της Τουρκίας στην ελληνική Θράκη ενεθάρρυναν τη μετανάστευση στην Τουρκία ως απόδειξη της καταπιέσεως της μειονότητας (*1). Η τουρκική κοινή γνώμη είχε πλέον επαρκείς λόγους να αντιδράσει βίαια στην καταπίεση των αδελφών της στην Ελλάδα. Παράλληλα, η διεθνής κοινότητα είχε απτό παράδειγμα της αδυναμίας σεβασμού των μειονοτικών δικαιωμάτων εκ μέρους της Ελλάδος. Επομένως, τυχόν ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα κατέληγε αργά ή γρήγορα σε αντίστοιχη παραβίαση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων.
Η ενθάρρυνση της μεταναστεύσεως των Μουσουλμάνων από την ελληνική Θράκη εξυπηρετούσε και έναν άλλο στόχο. Η παρουσία μίας «τουρκο-μουσουλμανικής» μειονότητας εντός της ελληνικής επικράτειας, καθιστούσε ευάλωτη την Τουρκία, αφού προσέφερε στην Ελλάδα την ευχέρεια αντιποίνων. Δια της μεταναστεύσεως περιοριζόταν η δυνατότητα αντιποίνων και το τουρκικό κράτος μπορούσε απερίσπαστο να εργασθεί προς την ολοκληρωτική εξαφάνιση των Ελλήνων της Τουρκίας.
Μοναδικές προϋποθέσεις που έθετε η Τουρκία για την μετανάστευση ήταν η τουρκική καταγωγή των μεταναστών και η προηγούμενη εκποίηση όλης της ακίνητης περιουσίας τους στην Ελλάδα. Ο αριθμός των Μουσουλμάνων που μετανάστευσαν αυτή την περίοδο, υπολογίζεται τουλάχιστον σε 20.000 άτομα.
          Η τρίτη περίοδος ήταν μεταξύ 1967-1990. Τα διοικητικά μέτρα εις βάρος της μειονότητας και η προσανατολισμένη στην Τουρκία μειονοτική εκπαίδευση είχαν ως αποτέλεσμα, πολλοί από τους νεαρούς Μουσουλμάνους που πήγαιναν να σπουδάσουν στη γειτονική χώρα, να μην επιστρέφουν στην Ελλάδα με το πέρας των σπουδών τους. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και το σημερινό χαμηλό επίπεδο των μειονοτικών «ηγετικών» κύκλων.
          Τα άτομα που, παρά την πομακική καταγωγή τους, δηλώνουν σήμερα ότι είναι Τούρκοι, συνήθως κάνουν ότι μπορούν για να επιβεβαιώσουν την τουρκική τους ταυτότητα. Εμφανίζονται ως οι πλέον διαπρύσιοι κήρυκες του κεμαλικού εθνικισμού, πρωτοστατούν σε αντιδράσεις κατά όσων επιμένουν να διατηρούν την πομακική τους ταυτότητα, στις οικογένειές τους χρησιμοποιούν αποκλειστικώς την τουρκική. Μέ ένα λόγο προσπαθούν συστηματικά να καθαρθούν από την πομακική τους καταγωγή. Αυτό επεκτείνεται και στον  φανατικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τα θέματα μειονοτικής προστασίας. Η πλειοψηφία των ατόμων που προσπαθούν να εμφανισθούν ως ηγέτες της μειονότητας είναι τέτοια άτομα.

Η δημογραφία της μειονότητας
Ένα στοιχείο που αλλάζει κατά τα τελευταία χρόνια είναι οι δημογραφικοί δείκτες της μειονότητας. Η εικόνα της οικογένειας με τα 5-8 παιδιά τείνει να γίνει η εξαίρεση μεταξύ των Μουσουλμάνων. Οι λόγοι αυτής της αλλαγής είναι πολλοί. Ο πιο σημαντικός είναι ότι τα νέα ζευγάρια επιλέγουν να φύγουν από τα χωριά και να κατοικήσουν στις πόλεις. Οι συνθήκες εκεί δεν διαφέρουν από τις πόλεις της υπόλοιπης Ελλάδος. Τα νέα ζευγάρια ζουν μέσα σε διαμερίσματα με μικρούς χώρους που περιορίζουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν πολλά παιδιά. Επιπλέον, το γεγονός ότι βρίσκονται μακριά από τους γονείς τους που εξακολουθούν να μένουν στο χωριό, μειώνει τη δυνατότητα βοηθείας στην ανατροφή των παιδιών
Ένας δεύτερος λόγος σχετίζεται με το γεγονός ότι τα εκπαιδευτικά μέτρα που έχουν κατά καιρούς ληφθεί, έχουν ανοίξει πλέον άλλους ορίζοντες στη νέα γενιά της μειονότητας. Τα παιδιά μπορούν να εισέλθουν με αρκετή ευκολία στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Προϋπόθεση όμως είναι ότι το παιδί θα καταφέρει να τελειώσει το λύκειο. Αυτό απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα από πλευράς των γονέων και κατ’ επέκταση λίγα παιδιά.
Η μόνη ομάδα της μειονότητας που εξακολουθεί να έχει τους ίδιους δημογραφικούς ρυθμούς αναπτύξεως, όπως και στο παρελθόν, είναι οι Αθίγγανοι. Αυτή η κατάσταση θα ανατρέψει σε λίγα χρόνια τις πληθυσμιακές αναλογίες στο εσωτερικό της μειονότητας. Ενώ οι Αθίγγανοι υπολογίζεται ότι ανέρχονται στο 15-20% της μειονότητας, στις ηλικίες κάτω των 18 ετών οι Αθίγγανοι ανέρχονται περίπου στο 35%. Εάν αυξηθεί και το προσδόκιμο βιωσιμότητας των Αθιγγάνων (που σήμερα κινείται γύρω στα 50 έτη) τότε στα επόμενα λίγα χρόνια οι Αθίγγανοι θα συνιστούν τη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα μέσα στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.
Αυτή είναι μία διάσταση που ελάχιστοι έχουν αντιληφθεί και ακόμη λιγώτεροι προσπαθούν να διαχειρισθούν. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας διαχειρίσεως είναι το εκπαιδευτικό ζήτημα. Με την εξαίρεση του Υπουργείου Εξωτερικών, οι περισσότεροι δημόσιοι φορείς αντιμετωπίζουν το θέμα της εκπαιδεύσεως των Αθιγγάνων καθαρά γραφειοκρατικά. Επί παραδείγματι, είναι πρακτικώς αδύνατον να υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για την ανέγερση σχολικών μονάδων στους τσιγγάνικους καταυλισμούς/μαχαλάδες, όπως συμβαίνει στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι ότι η στέγαση σημαντικού μέρους των νεαρών Αθιγγάνων που θέλουν να πάνε σχολείο, να αναβάλλεται επ’ αόριστον. Τα σχετικά στοιχεία είναι τραγικά:
  • μέχρι πριν 3-4 χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των μικρών Αθιγγάνων δεν πήγαινε δημοτικό σχολείο, διότι δεν υπήρχαν σχολικά κτήρια.
  • το 1/5 των μικρών Αθιγγάνων εξακολουθεί να μην πηγαίνει σήμερα στο δημοτικό διότι δεν υπάρχουν σχολικά κτήρια στους μαχαλάδες τους και είναι σχεδόν αδύνατον να παρακολουθήσουν μαθήματα μαζί με παιδιά από άλλες εθνοτικές ομάδες, λόγω ρατσισμού
  • ελάχιστοι Αθίγγανοι (περίπου εκατό) συνεχίζουν μαθήματα στο Γυμνάσιο
  • τριάντα μόνον Αθίγγανοι φοιτούν στα λύκεια.
Είναι προφανές ότι στην περίπτωση των Αθιγγάνων της Θράκης απαιτείται να υπάρξει άμεσα πολιτική παρέμβαση για να υπερπηδηθούν τα ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά εμπόδια και να δημιουργηθούν σχολεία στις περιοχές τους. Αποκλείεται να βρεθούν μέσα στους μαχαλάδες των Αθιγγάνων άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα, που να είναι ιδιόκτητα και να πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για ανέγερση σχολικών μονάδων. Μέχρι να πληρωθούν όλες οι γραφειοκρατικές διαδικασίες θα έχουν χαθεί και άλλες γενεές νεαρών Αθιγγάνων από την ελληνική παιδεία.
          Προς το παρόν το ελληνικό κράτος μπορεί να κινηθεί σε αυτό τον τομέα χωρίς παρεμβάσεις από το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής. Αφ’ ενός η αντιπάθεια που τρέφουν οι τούρκοι διπλωμάτες προς τους «βρώμικους» Αθιγγάνους και αφ’ετέρου ο ρατσισμός των τοπικών «ηγητώρων» της μειονότητας που θεωρούν τους Αθιγγάνους κατώτερους, έχει οδηγήσει σε επιδεικτική άγνοια της συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας από τον τουρκικό παράγοντα, παρά την επεκτεινόμενη τουρκοφωνία τους. Είναι άγνωστο για πόσον καιρό θα υπάρχουν αυτές οι ευνοϊκές συνθήκες.

Ο ηγεμονικός ρόλος του τουρκικού παράγοντα
Ο ηγεμονικός ρόλος του τουρκικού παράγοντα εν σχέσει προς τις εσωτερικές ισορροπίες των ελλήνων Μουσουλμάνων παραμένει ισχυρός, περιορίζεται όμως σταθερά. Εδώ και χρόνια αποτυπώνεται στη λειτουργία μίας σειράς ομάδων που συστάθηκαν ατύπως και θέλουν να εμφανισθούν ότι εκπροσωπούν και καθοδηγούν τη μειονότητα (π.χ. «Ανώτατη Μειονοτική Επιτροπή»). Στους κόλπους τους συνωθούνται ετερόκλητα στοιχεία (κυρίως επίδοξοι πολιτευτές) με έντονα ανταγωνιστικές μεταξύ τους σχέσεις. Συνυπάρχουν με την ελπίδα ότι κάποιος από αυτούς θα πάρει το χρίσμα από τον τουρκικό παράγοντα και θα θεωρηθεί ο εκλεκτός που μπορεί ακολούθως να διεκδικήσει πολιτικές θέσεις από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι το βουλευτικό αξίωμα.
          Η ιδιότυπη αυτή πελατειακή σχέση δεν θα υπήρχε, εάν δεν συναινούσαν εν τοις πράγμασι και τα διάφορα ελληνικά κέντρα εξουσίας (π.χ. πολιτικά κόμματα, τοπική αυτοδιοίκηση κ.λ.π.). Η μικρή ομάδα που συνωθείται για να πάρει το χρίσμα του τουρκικού παράγοντα, όχι μόνον δεν απομονώνεται από τα ελληνικά κέντρα εξουσίας αλλά διατηρεί συνήθως πολύ καλές σχέσεις μαζί τους. Η μεγάλη μάζα των ελλήνων Μουσουλμάνων, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και έντονο φόβο προς την όποια εξουσία, παρακολουθεί αμέτοχη τις εξελίξεις. Αντιθέτως, η ομάδα των «εκλεκτών» έχει προσβάσεις και προς την Τουρκία και προς την Ελλάδα (απόδειξη οι ευνοϊκές μεταθέσεις των παιδιών τους, που υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία).
          Βασικό σημείο αυτής της πολιτικής είναι η προώθηση μειονοτικών, που διατηρούν στενές σχέσεις με το προξενείο, ως υποψηφίων σε πολιτικές, δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Η επιτυχής διείσδυση του προξενείου στα κόμματα φαίνεται από το γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη τής απόλυτα ελεγχόμενης από τουρκικούς μηχανισμούς «Συντονιστικής Επιτροπής Τουρκικής Μειονότητας Δυτικής Θράκης» είναι εκλεγμένοι βουλευτές, νομαρχιακοί ή δημοτικοί σύμβουλοι. Στην επιτυχία της διεισδύσεως συντελεί και ο ανταγωνισμός των ελληνικών κομμάτων και των τοπικών παραγόντων που, για να κερδίσουν τις μειονοτικές ψήφους, συνεργάζονται με άτομα άμεσα ελεγχόμενα στο προξενείο.

Η ποσόστωση 0,5% για εισαγωγή σε ΑΕΙ-ΤΕΙ
Μέχρι το 1995 μόλις το 0,2% των μουσουλμάνων μαθητών συνέχιζε τις σπουδές του σε ΤΕΙ, ενώ μηδενική ήταν η επιτυχία αυτών των μαθητών στα ΑΕΙ. Μοναδική διέξοδος που διδόταν στους μουσουλμάνους αποφοίτους λυκείου ήταν είτε η εισαγωγή τους στην Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ) είτε η συνέχιση των σπουδών τους στην Τουρκία που ήταν και ο κανόνας. Την κατάσταση άλλαξε η απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας Γιώργου Παπανδρέου το 1996 να προβλέψει χωριστό ποσοστό θέσεων για την εισαγωγή σε ΑΕΙ για τα παιδιά των Μουσουλμάνων της Θράκης που είναι απόφοιτοι λυκείου. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 0,5% επί του συνολικού αριθμού των εισακτέων. Αργότερα το θετικό μέτρο διακρίσεως επεκτάθηκε σε όλη την Ανώτερη Εκπαίδευση.
Μία δεκαετία μετά την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου, τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά θετικά.
  • Έχει δημιουργηθεί μία κοινωνική ομάδα παιδιών που είναι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων, βασίζονται στις δικές τους δυνάμεις και στις γνώσεις που απέκτησαν στην Ελλάδα, σπάνε την απομόνωση και θέλουν να ενσωματωθούν στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία, αψηφούν τους μηχανισμούς εκφοβισμού του προξενείου και βελτιώνουν το πολιτισμικό επίπεδο της μουσουλμανικής νεολαίας.
  • Έχει μειωθεί πάρα πολύ η έξοδος των αποφοίτων των λυκείων στην Τουρκία για σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ουσιαστικά στην Τουρκία συνεχίζουν μόνον κάποιοι απόφοιτοι των δύο μειονοτικών λυκείων της Ξάνθης και της Κομοτηνής.
  • Έχει μειωθεί μέχρις εξαφανίσεως ο αριθμός των μαθητών που μετά το δημοτικό έφευγαν για να πάνε στο Γυμνάσιο στην Τουρκία, όπως συνέβαινε τις προηγούμενες δεκαετίες.

Μείωση της μαθητικής μεταναστεύσεως στην Τουρκία
Ειδικώς για το τελευταίο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι για πολλά χρόνια ήταν καρκίνωμα η μαθητική μετανάστευση προς την Τουρκία. Το 50-60% των αρρένων μαθητών του δημοτικού σχολείου, συνέχιζαν τις γυμνασιακές σπουδές τους στην Τουρκία (τα κορίτσια μετά το δημοτικό έμεναν σπίτι). Σε αρκετές περιπτώσεις δίδονταν υποτροφίες που διευκόλυναν τη διαμονή στην Τουρκία. Κατά κανόνα όμως η επιβάρυνση έπεφτε στους ώμους των γονέων των νεαρών μαθητών. Όταν δεν υπήρχαν συγγενείς στην Τουρκία, οι νεαροί μαθητές έμεναν σε οικοτροφεία-σχολεία. Η εθνικιστική, κεμαλική εκπαίδευση πότιζε τα μικρά παιδιά που έβλεπαν πλέον την Ελλάδα ως εχθρό.
          Εδώ και δέκα περίπου χρόνια έχει σταματήσει η μαθητική μετανάστευση. Οι μαθητές που φεύγουν για την Τουρκία είναι πλέον δακτυλοδεικτούμενοι. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στην ποσόστωση του 0,5% για εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Κατά δεύτερο λόγο οφείλεται στην αύξηση των θέσεων των δύο ημι-ιδιωτικών μειονοτικών γυμνασίων και λυκείων στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή που έδωσε τη δυνατότητα σε όσους γονείς θέλουν τα παιδιά τους να μετέχουν της τουρκικής παιδείας, να μην ξενιτεύονται.
          Σήμερα ο μέσος Μουσουλμάνος ξέρει ότι το παιδί του μπορεί να μπει σε ελληνικό πανεπιστήμιο αρκεί να τελειώσει ελληνικό δημόσιο λύκειο. Επομένως, το βάρος δίνεται στην καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των μουσουλμάνων μαθητών που πηγαίνουν σε δημόσια σχολεία και όχι στα μειονοτικά, από το δημοτικό έως το γυμνάσιο και λύκειο. Το 1/5 των μαθητών της μειονότητας παρακολουθούν δημόσια δημοτικά και τα 2/3 των μαθητών πηγαίνουν σε δημόσια γυμνάσια και λύκεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των ηγετικών κύκλων της μειονότητας στέλνει τα παιδιά της σε ελληνικά γυμνάσια και λύκεια και σε κάποιες περιπτώσεις και σε δημόσια δημοτικά. Ακόμη και στις περιπτώσεις που στέλνουν τα παιδιά τους σε μειονοτικά δημοτικά σχολεία (για λόγους εντυπώσεων), φροντίζουν και τα βοηθούν με ιδιαίτερα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας. Το θετικό είναι ότι έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος που μετέφερε στη Θράκη ακραιφνείς κεμαλικούς, είτε αποφοίτους λυκείου είτε πτυχιούχους από το πανεπιστήμιο.

Η επανεξέταση της ποσοστώσεως του 0,5%
Το πολύ καλό μέτρο της ποσοστώσεως του 0,5% απαιτείται πάντως να επανεξετασθεί ως προς δύο σημεία. Το πρώτο σημείο αναφέρεται στις προϋποθέσεις για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σκοπός του μέτρου δεν είναι η πάση θυσία δημιουργία επιστημόνων από το χώρο της μειονότητας αλλά και η ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία. Απαραίτητη για αυτό είναι η επάρκεια στη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ήδη πολλοί μουσουλμάνοι που έχουν εισαχθεί στα πανεπιστήμια υποχρεώνονται να διακόψουν τις σπουδές τους λόγω ανεπάρκειας στην ελληνική γλώσσα. Οι υποψήφιοι μουσουλμάνοι φοιτητές θα πρέπει ειδικώς στο μάθημα των ελληνικών να βαθμολογούνται τουλάχιστον με τη βάση.
Το δεύτερο θέμα σχετίζεται με τη μακροπρόθεσμη εφαρμογή της ποσοστώσεως. Με την ποσόστωση δημιουργείται τεχνητά μία κοινωνική τάξη επιστημόνων από το χώρο της μειονότητας (γεγονός αποδεκτό, εάν ληφθεί υπ’ όψιν η ανυπαρξία επιστημονικού δυναμικού από τη μειονότητα). Παράλληλα, οι εξετάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια για τους Χριστιανούς της Θράκης παραμένουν εξίσου δύσκολες όπως και για όλη την υπόλοιπη χώρα. Η ποσόστωση θα πρέπει, όμως, να έχει κάποιο χρονικό ορίζοντα. Άλλωστε αυτή ήταν και η αρχική φιλοσοφία της όλης κινήσεως, όταν θεσπίσθηκε. Σε άλλη περίπτωση θα ανατρέψει μακροπρόθεσμα τις κοινωνικές ισορροπίες στους Νομούς Ξάνθης και Ροδόπης δημιουργώντας μία τάξη επιστημόνων που σχεδόν στην ολότητά τους θα είναι Μουσουλμάνοι.

Τα «κουράν κουρσού»
Ένα άλλο σημείο που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια είναι τα περίφημα «κουράν κουρσού». Πρόκειται περί φροντιστηρίων, όπου οι μικροί μουσουλμάνοι κατηχούνται στο Κοράνιο και την ισλαμική θρησκεία. Ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 για να απλωθούν μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα στα περισσότερα μουσουλμανικά χωριά και να φθάσουν σήμερα περίπου στα 120.
Τα μαθήματα γίνονται δίπλα ή μέσα στα τζαμιά από φανατικούς μουσουλμάνους εκπαιδευτικούς που έχουν συνήθως σπουδάσει στην Τουρκία. Το πρόγραμμα διδασκαλίας που ακολουθείται είναι αποκλειστικώς τουρκόγλωσσο. Το αποτέλεσμα είναι ότι, παράλληλα με την ισλαμική θρησκεία, γίνεται συστηματική καλλιέργεια και της τουρκικής συνειδήσεως αλλά και της συνδέσεως στη συνείδηση των μαθητών του Ισλάμ με την Τουρκία. Για αυτόν άλλωστε το λόγο τα περισσότερα «κουράν κουρσού» βρίσκονται στο νομό Ξάνθης, όπου η συντριπτική πλειοψηφία του μουσουλμανικού πληθυσμού είναι Πομάκοι.
Η δημιουργία των «κουράν κουρσού» είναι συνήθως καθοδηγούμενη από την κεμαλική ηγεσία της μειονότητας και υποστηρίζεται πλήρως από τον κατά τα άλλα εκπρόσωπο του κοσμικού τουρκικού κράτους στην περιοχή το προξενείο Κομοτηνής. Η χρηματοδότησή τους βασίζεται στους γονείς των μαθητών αλλά και σε βοήθεια, όπου χρειάζεται, από τουρκικό προξενείο. Μακροπρόθεσμα η κατάσταση αυτή μπορεί να δημιουργήσει μία γενιά φανατικών Μουσουλμάνων με δεσμούς με ακραία αντίστοιχα στοιχεία στην Τουρκία.

Η θέση της μουσουλμάνας γυναίκας
Μία άλλη εικόνα που σταδιακά ανατρέπεται είναι αυτή που επέβαλε στις μικρές Μουσουλμάνες να εγκαταλείπουν το σχολείο αμέσως μετά το δημοτικό. Το πρόβλημα παραμένει βεβαίως, όπως φαίνεται και από την αναντιστοιχία των κοριτσιών που παίρνουν απολυτήριο από το δημοτικό και εκείνων που συνεχίζουν στο Γυμνάσιο. Η έκτασή του φαινομένου έχει σχετικώς περιορισθεί. Σε αντίθεση με τα μέσα της δεκαετίας του 1990, σήμερα όλα τα χωριά έχουν κάποιον, έσωτ και μικρό, αριθμό μαθητριών που συνεχίζει στο γυμνάσιο ή λύκειο. Μερικές κάνουν χρήση του 0,5% και συνεχίζουν στο πανεπιστήμιο. Είναι ένας τομέας όμως που (χωρίς να έχει την ένταση του προβλήματος που υπάρχει στον χώρο των Αθιγγάνων) απαιτείται συστηματική εργασία.
          Κατά τα λοιπά παραμένουν οι κοινωνικές συνθήκες που καθιστούν τις ελληνίδες Μουσουλμάνες ως την πιο καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα της χώρας. Ο μέσος όρος των μουσουλμανίδων είναι αγράμματες ή ημιμαθείς. Περιορισμένες στο σπίτι, ασχολούνται με το νοικοκυριό και τις αγροτικές εργασίες. Παντρεύονται μεταξύ 15 και 19 ετών, χωρίς να είναι σπάνιος ο γάμος και σε μικρότερες ακόμη ηλικίες (ιδίως μεταξύ των Αθιγγάνων). Μετά το γάμο, οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες επιβάλουν συνήθως την αποδημία του συζύγου προς αναζήτηση εργασίας. Επισημαίνεται ότι εξακολουθεί ατύπως να γίνεται αποδεκτή η διγαμία εκείνων των ανδρών που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό για να εργασθούν.
Οι νεαρές κοπέλες μένουν πίσω μεγαλώνοντας τα παιδιά και ζώντας σε ένα αυταρχικό περιβάλλον (συνήθως υπό την επιτήρηση του πεθερού και της πεθεράς) χωρίς να είναι οικονομικώς ανεξάρτητες. Μπροστά στα συνεχή αδιέξοδα βρίσκουν καταφύγιο σε ψυχοφάρμακα, η κατανάλωση των οποίων κινείται σε ασύλληπτα επίπεδα. Αν και τα τελευταία χρόνια στις μεγάλες πόλεις παρατηρείται σημαντική πρόοδος εν σχέσει προς αυτή την εικόνα, δεν παύει το θέμα των μουσουλμανίδων να απαιτεί την άμεση λήψη κοινωνικών μέτρων.

Συμπερασματικά
Μετά από 16 χρόνια εφαρμογής, η πολιτική ισονομίας και ισοπολιτείας έχει αποκαταστήσει τα κοινωνικά τραύματα που δημιουργήθηκαν σε προηγούμενες περιόδους. Η μειονότητα αναπτύσσει τη δική της δυναμική με προεξάρχουσα ομάδα αυτή των νέων ανθρώπων. Προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν με κυριώτερα αυτά των Αθιγγάνων, των γυναικών, της εκπαιδεύσεως και των μηχανισμών χειραγωγήσεως των Μουσουλμάνων που ελέγχονται από την Τουρκία και συνεπικουρούνται από τη στάση διαφορών υπηρεσιών του ελληνικού κράτους. Τα πράγματα όμως είναι σε γενικές γραμμές καλά. Η αποσύνδεση της αντιμετωπίσεως των Μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης από την αμοιβαιότητα, επέτρεψε να αντιμετωπισθούν στο σωστό πλαίσιο: ως έλληνες πολίτες με δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Άγγελος Μ. Συρίγος
Δικηγόρος-Λέκτορας Διεθνούς Δικαίου

(*1) ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η τουρκική πολιτική ευνόησε κατά περιόδους τη μετανάστευση στην Τουρκία, μουσουλμανικών ή «οθωμανικών» μειονοτήτων είτε για λόγους δημογραφικούς είτε γιατί θεωρούσε ότι κινδύνευαν να χάσουν την ταυτότητά τους ή να αλλοτριωθούν κυρίως από τα κομμουνιστικά καθεστώτα των χωρών στις οποίες κατοικούσαν. Η τουρκική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία με τη ρουμανική για την απομάκρυνση τουλάχιστον 45.000 ατόμων τουρκικής καταγωγής από την περιοχή της Δοβρουτσάς την 4 Σεπτεμβρίου 1936· η μετανάστευση Μουσουλμάνων από τη Γιουγκοσλαβία προς την Τουρκία ξεκίνησε μετά την Συνθήκη συμμαχίας, πολιτικής συνεργασίας και αμοιβαίας βοηθείας μεταξύ Ελλάδος-Γιουγκοσλαβίας-Τουρκίας που υπεγράφη στο Μπλέντ της Γιουγκοσλαβίας στις 9 Αυγούστου 1954· τέλος, το 1968 η Βουλγαρία και η Τουρκία υπέγραψαν διμερές σύμφωνο για τη μετανάστευση Τούρκων της Βουλγαρίας στην Τουρκία. Η περίπτωση της μεταναστεύσεως ελλήνων Μουσουλμάνων αντιμετωπιζόταν σε διαφορετικό πλαίσιο διότι ήταν η μόνη «τουρκο-μουσουλμανική» μειονότητα, το καθεστώς της οποία προσδιοριζόταν με διεθνή συνθήκη.

* Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Έμφαση, Απρίλιος 2007