Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Βιβλιοκρισία: Κωστής Α. Τσιούμης, Η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης




Του Δημήτρη Α. Μαυρίδη

Κωστής Α. Τσιούμης, Η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης (1950-1960). Πολιτικοδιπλωματικές διεργασίες και εκπαιδευτική πολιτική, Εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2006, σ.σ. 354

Η δεκαετία του 1950 φαίνεται σήμερα να είναι η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν οι κρίσιμες επιλογές και διαμορφώθηκαν οι συνθήκες, οι οποίες και καθόρισαν τη σημερινή πραγματικότητα της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Ελληνική Θράκη.

Η δεκαετία του 1950 ακολούθησε τον καταστρεπτικό ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Κατά τη διάρκειά της άρχισε μία μακρά περίοδος διακυβέρνησης της Ελλάδας από κυβερνήσεις του συντηρητικού πολιτικού χώρου, νικητή της εμφύλιας διαμάχης  της περιόδου 1946-1949. Την ίδια εποχή σχηματοποιήθηκε η παγκόσμια αναμέτρηση μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και της χώρας που θέλησε να επιβάλει τον μαρξιστικό σοσιαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Τη δεκαετία του 1950 η Ελλάδα συνέχισε να βρίσκεται στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου. Αποτέλεσε μάλιστα μια χώρα στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με εκτεταμένα σύνορα προς τις βαλκανικές σλαβικές χώρες, που έλεγχε η ΕΣΣΔ. Αμυντική επιλογή της χώρας υπήρξε η ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο και η προσέγγιση προς την Τουρκία. Την ίδια εποχή, και καθυστερημένα λόγω του εμφυλίου πολέμου, η Ελλάδα έθεσε την αυτοδιάθεση και Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ως δίκαια απαίτηση μετά τη στάση της κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ως ανάγκη που επέβαλε η παραίτηση της Μεγάλης Βρετανίας από την αποικιακή της αυτοκρατορία. Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (1952) υποχρέωσε τη χώρα να υιοθέτηση το ιδεολόγημα της ελληνοτουρκικής φιλίας, προς χάρη του οποίου έγιναν σημαντικές παραχωρήσεις προς την σύμμαχο και φίλη τότε Τουρκία. Ωστόσο, η ελληνοτουρκική φιλία και η επιδίωξη της Ένωσης αποτελούσαν στόχους αντιφατικούς. Η έναρξη του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου την 1η Απριλίου 1955 και η εφαρμογή του τουρκικού σχεδίου για τον αφανισμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 Σεπτεμβρίου το 1955 επηρέασαν άμεσα την ασκούμενη από την Ελλάδα μειονοτική πολιτική. Αλλά, η ανατροπή της ισορροπίας στο επίπεδο των μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας–Τουρκίας δεν εμπόδισε το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο να επιχειρήσει ένα τρίτο πείραμα ελληνοτουρκικής φιλίας που οδήγησε, λίγο μετά το 1960, στην υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης–Λονδίνου και την ίδρυση του κυπριακού κράτους.

Το βιβλίο του Κωστή Α. Τσιούμη εξιστορεί και αναλύει τις εξελίξεις στο πολιτικό και το διπλωματικό πεδίο κατά την περίοδο αυτή όπως και τις ρυθμίσεις που έγιναν τις σχετικές με την εκπαιδευτική πολιτική προς τη Μουσουλμανική Μειονότητα. Ή, με άλλα λόγια, το πώς η Τουρκία πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τον εκτουρκισμό μιας μειονότητας που βρισκόταν έξω από τα σύνορά της.

Η εξιστόρηση αρχίζει με τη διάκριση παλαιομουσουλμάνων και νεωτεριστών στους κύκλους της Μουσουλμανικής Μειονότητας και την αναφορά του πώς το 1931 η παλαιομουσουλμανική ηγεσία της μειονότητας απομακρύνθηκε από την Ελληνική Θράκη χωρίς οποιαδήποτε ανταλλάγματα. Κύριος λόγος για την αποκοπή της παλαιομουσουλμανικής ηγεσίας από τη Μουσουλμανική Μειονότητα ήταν η σημασία που αποδόθηκε στην ελληνοτουρκική φιλία. Από την εποχή εκείνη αρχίζουν οι διαδικασίες, οι οποίες καταλήγουν στην εμφάνιση της ετερογενούς Μουσουλμανικής Μειονότητας ως ενιαίου σύνολου, ώστε να φθάσουμε το 1952 στην παράδοση του εκπαιδευτικού συστήματος σε διαδικασίες εναρμονισμού προς την τουρκική πραγματικότητα. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου προχώρησε σε πλήρη εφαρμογή της αντίληψης ότι η Μουσουλμανική Μειονότητα είναι τουρκική και στην εφαρμογή της διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας σε όλα τα σχολεία. Στη συνέχεια αναλύεται η μορφωτική συμφωνία του 1954, η ουσία της οποίας βασίστηκε στην ελληνική αποδοχή της τουρκοποίησης της μειονότητας και την ανοχή της ελληνικής διοίκησης προς τις δραστηριότητες του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής. Η επιβολή της τουρκικής εθνικής συνείδησης έγινε λοιπόν μέσω της εκπαίδευσης για χάρη του ιδεολογήματος της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπως υπαγορεύονταν από τις γεωπολιτικές ανάγκες της εποχής εκείνης.

Εξιστορείται κατόπιν η εξέλιξη του Κυπριακού με την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ το 1954, την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και την εκδήλωση του ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την Κύπρο. Οι επιπτώσεις των εξελίξεων αυτών γίνονται αμέσως αισθητές στη Θράκη, όπου παρατηρείται κύμα φυγής των μουσουλμανικού πληθυσμού, το οποίο μάλιστα θα ενταθεί μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, ως αποτέλεσμα μάλλον της αβεβαιότητας που αισθάνονταν οι μουσουλμάνοι της μειονότητας, παρά ως αποτέλεσμα διοικητικών μέτρων. Παράλληλα, η εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού κράτους προς την μειονότητας τίθεται σε αμφισβήτηση. Είχαν δικαιωθεί οι επιφυλάξεις των καχύποπτων και έγινε κατανοητό ότι η ελληνική πλευρά είχε προχωρήσει σε αδικαιολόγητες υποχωρήσεις στη Θράκη. Η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε σε μια πολιτική υποστήριξης των παλαιοτουρκικών τάσεων της μειονότητας, χωρίς όμως να επιδιώξει την ένταξή της στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, το 1958 σηματοδοτεί τη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για επαναπροσέγγιση προς την Τουρκία. Το νέο πρόγραμμα των μουσουλμανικών σχολείων δίνει έμφαση στις θρησκευτικές αρχές, αλλά δεν αμφισβητεί την τουρκική ως μόνη γλώσσα των τριών τμημάτων της μειονότητας. Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία το 1959 οδήγησε στη συγκρότηση επιτροπής για τη μελέτη της κατάστασης των δύο μειονοτήτων εκατέρωθεν του Έβρου. Στις συζητήσεις μεταξύ των μελών της επιτροπής διατυπώθηκαν από τουρκικής πλευράς αξιώσεις, όπως: η αναγνώριση της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης ως τουρκικής με τροποποίηση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης, η στενή επικοινωνία με τη μητέρα–πατρίδα Τουρκία, οργάνωση της μειονότητας σε σωματεία, αναγνώριση των Πομάκων ως Τούρκων.

Η όλη μελέτη δίνει καθαρά την εικόνα του αμήχανου ελληνικού κράτους, το οποίο διαχειρίζεται τη Θράκη ως μία χώρα των συνόρων και του οποίου τα υπεύθυνα όργανα αγνοούν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής και διαπράττουν σωρεία σφαλμάτων. Η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης αντιμετωπίζεται με άγνοια και θεωρείται ξένο σώμα. Δεν γίνεται καμία προσπάθεια προσεταιρισμού της, παρά το γεγονός ότι η στάση των ελληνικών αρχών δεν απέχει πολύ από το να είναι άψογη. Ωστόσο, η ελληνική στάση ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα αδυναμίας και φόβου. Επετράπη έτσι, στην Τουρκία να ασκήσει μία πολιτική με στόχο τη γλωσσική και πολιτισμική ενοποίηση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελληνικής Θράκης. Οι διαθέσεις και οι τακτικές της τουρκικής πολιτικής διατυπώνονται και αναλύονται με σαφήνεια. Πρόθεσή της, εκτός από τη δημιουργία κλίματος έντασης για να αποτραπεί η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, είναι η εθνική ομογενοποίηση της μειονότητας και η χειραγώγησή της. Η ελληνοτουρκική φιλία δεν είναι ικανή να απομακρύνει την προσήλωση της Τουρκίας στο Εθνικό Συμβόλαιο του Κεμαλισμού, το οποίο περιλαμβάνει στις τουρκικές διεκδικήσεις και τη Θράκη. Πάγια είναι η διεκδικητική πολιτική του τουρκικού κράτους, που λειτουργεί παράλληλα με την άσκηση κάθε μορφής πιέσεων σε βάρος των μουσουλμάνων μέσα στην ελληνική επικράτεια.

Εν τέλει, η όλη στάση της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής πολιτείας δεν άφησαν την Ελλάδα να ακολουθήσει την κλιμακούμενη τουρκική διεκδικητική στάση, που κορυφώθηκε με τον αφανισμό των μειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Παρά τη δυσμενή επίδραση των γεγονότων του 1955, δεν δόθηκε από την ελληνική πλευρά ανάλογη απάντηση και δεν εφαρμόσθηκαν μορφές αμοιβαιότητας. Το γεγονός αυτό, που τιμά την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτεία, δεν είναι ευρύτερα κατανοητό και κυρίως δεν προβάλλεται. 

Κατά τη γνώμη μας, όσοι θα διαβάσουν το βιβλίο αυτό θα αντιληφθούν την επεκτατική φύση της τουρκικής πολιτικής, πράγμα που δεν διευκρινίζεται σε ανάλογες μελέτες, όπου συνήθως στο όνομα της επιστημονικής αντικειμενικότητας και μέσα στην αντίληψη του πολιτικώς ορθού τα πράγματα παρουσιάζονται έτσι, ώστε να εξισώνεται το θύμα με τον θύτη.

Η μελέτη του κυρίου Τσιούμη είναι υποδειγματική όσον αφορά τη χρήση των πηγών και την απόσταση που παίρνει ο μελετητής από τα γεγονότα. Η έκθεση και η παράθεση των γεγονότων γίνονται αντικειμενικά και χωρίς πάθος. Το ύφος είναι μετριοπαθές και το όλο κείμενο διαβάζεται με ευκολία. Η βιβλιογραφία περιλαμβάνει πάνω από 300 τίτλους και είναι πολύ ικανοποιητική. Τα ευρετήρια είναι πλήρη και χρηστικά.

Η μελέτη του κυρίου Τσιούμη είναι πολλαπλώς χρήσιμη για όσους ενδιαφέρονται για τα μειονοτικά θέματα της Θράκης, αλλά και για τον αναγνώστη και τον υπεύθυνο πολίτη που επιθυμεί να γνωρίσει την προβληματική που διαμορφώθηκε στη Θράκη. Θα ήταν σκόπιμο το βιβλίο αυτό να διαβαστεί από κάθε πρόσωπο που κατέχει υπεύθυνη θέση στη Θράκη ή διαχειρίζεται θέματα σχετικά με τη Μουσουλμανική Μειονότητα. Μάλιστα, θα βοηθούσε πολύ η μετάφρασή του στα αγγλικά, όπως πιθανόν φιλοδοξεί να κάνει ο συγγραφέας, αν κρίνουμε από τον ψευδότιτλο, ο οποίος είναι τυπωμένος στην αγγλική.