Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Τα Πομακοχώρια των Κιμμερίων




ΟΡΕΙΝOI ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΙΜΜΕΡΙΩΝ*


Ορεινοί οικισμοί περιοχής Εράνου

Ακολουθώντας το μονοπάτι που ξεκινά από τη ρεματιά  στο ανατολικό άκρο του οικισμού των Κιμμερίων φτάνουμε σε μισή περίπου ώρα στον οικισμό Πλαγιά (Πέβα) σε υψόμετρο 320 μ. Ανηφορίζοντας προς την Πλαγιά συναντάμε τα ακόλουθα τοπωνύμια: Ντράτσενο, Να αλούλοβονο, Να τσιρίκανιε, Να κόσονο πουλιάνα, Να παζλάνανε, Να ρασβάνε, Να τσιν αλάνε, Να μπαρτσίνινε, Να κουκάνοβονο νίβο, Να κάμινενε. Σήμερα στον έρημο αυτό οικισμό σώζονται μόνο τα ερείπια δεκαπέντε περίπου σπιτιών. Η Πλαγιά το 1951 είχε 56 κατοίκους. Εδώ κατοικούσαν οι οικογένειες των Ντούραλη, Πασά, Πυριλή, Ταχήρ, Ντεμίρ, Κούρου. Στα βορειοδυτικά της πλαγιάς και στη θέση Καραχαλήλοβα βοντενίτσα υπάρχουν τα ερείπια παλιού νερόμυλου. 

     Λίγο πιο πάνω από την Πλαγιά το μονοπάτι μας οδηγεί στο χωριό Λιβάδι.  Όπως μας πληροφορεί και η ονομασία του χωριού, το χωριό (πομακικά Σλανβέ, τουρκικά Τσαγίρ μααλέ) βρίσκεται σε ένα λιβάδι σε υψόμετρο 430 μ. Ο πληθυσμός του χωριού ήταν 163 κάτοικοι το 1961 και μειώθηκε σε 35 κατοίκους το 1991 και σε 5 το 2001. Το Δημοτικό Σχολείο του Λιβαδίου έκλεισε το 1993.    Στο πάνω μέρος  του χωριού βρίσκεται ο χώρος που γίνεται το κουρμπάνι στις αρχές του Σεπτέμβρη και κάτω δεξιά το τζαμί και το σχολείο. Πιο δίπλα μια βρύση με δροσερό νερό.  Ένα από τα φυτά που θα συναντήσουμε εδώ είναι το psélek  που μυρίζει όπως το λεμονόχορτο.  Οι ντόπιοι μας ενημέρωσαν για το Καλέ (φρούριο) της περιοχής. Το τοπωνύμιο «Μπαϊράκ» μας πληροφορεί πως πιθανότατα εκεί ανέμιζε παλαιότερα κάποια σημαία. Είναι τα μυτερά βράχια που  προεξέχουν στην άκρη του χωριού. Ανάλογα φρούρια υπάρχουν  προς τα ανατολικά δίπλα στο Πριόνι και πάνω από τα Φίλλια (περιοχή Κούκοβο) και προς τα ανατολικά πάνω από τα Κιμμέρια προς τα Πανέρια (σε υψόμετρο περίπου 520 μ.) καθώς και πάνω από την Ξάνθη (κορυφή Αυγό). Το Καλέ πάνω από τα Κιμμέρια έχει φρουριακό περίβολο 268 μ. με πύλη 1,20 μ. στη νότια πλευρά. Στην επιφάνεια του εδάφους διακρίνονται κυκλικά και τετράπλευρα κτίσματα. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν πως το φρούριο αυτό χρησιμοποιήθηκε στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια. Το φρούριο πάνω από τα Φίλλια προς τη Ρύμη  έχει συνολικό περίβολο 241 μ. Εδώ βρέθηκαν ρωμαϊκά όστρακα αγγείων  και κομμάτι από λίθινο πέλεκυ. Μέσα στο φρούριο υπάρχει δεξαμενή.   Άλλα τοπωνύμια που συναντάμε κοντά στο Λιβάδι είναι Μπελ Κάμεν, Πόποβα, Αμπάρε (η κορυφή προς τα βόρεια πάνω από τα Βασιλικά), Ρεσίλκοβα, Όζιβα.

    Στο Λιβάδι φτάνει σήμερα χωματόδρομος από τα Κιμμέρια.

Τα Βασιλικά (Μπρουσόβα – υψ. 500 μ.) βρίσκονται λίγο πιο πάνω από το Λιβάδι. 57 κάτοικοι έμεναν εδώ το 1961 και 42 δέκα χρόνια μετά.
  Ο χωματόδρομος από τα Κιμμέρια διασχίζει ένα όμορφο πευκοδάσος. Σε δύο περίπου χλμ συναντάμε αριστερά μας ένα πλάτωμα στη θέση Ιμάμσκο νίβο. Εκεί υπάρχουν αρχαίοι τάφοι και μεγάλη πέτρινη περίφραξη. Πιθανόν πρόκειται για οχυρωματικά έργα καθώς η θέση έχει καλή οπτική επαφή με τα πεδινά. Στο χωράφι αυτό φύτευαν φασόλια και σίκαλη. Άλλη ονομασία της περιοχής είναι : «Να ραβνίνου λόζε». Το ρέμα Κουρού Ντερέ βρίσκεται από κάτω καθώς και η θέση Κούκοβο όπου καλλιεργούσαν αμπέλια. Λίγο πιο πάνω βρίσκεται η διασταύρωση στη βρύση Μπαϊράμ τσεσμέ. Στην περιοχή υπάρχουν τα απομεινάρια από τρεις νερόμυλους στις τοποθεσίες με την ονομασία Να Κάϊμπα βοντενίτσονο.  Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκαν από κάποιον Καϊμπά από το χωριό Έρανος. Οι δύο νερόμυλοι βρίσκονται στο ρέμα αριστερά από τη βρύση Μπαϊράμ Τσεσμέ (υψ. 360 μ.). Από τη βρύση στρίβουμε δεξιά προς το ρέμα ακολουθώντας ένα μικρό χωματόδρομο για άλλα πενήντα μέτρα που μας οδηγεί σε μια νεώτερη βρύση που κτίστηκε από το Ζιμνάκ Χασάν σε ανάμνηση  του γιου του Ζιμνάκ Φαρή, που σκοτώθηκε το 1990. Στον πρώτο μύλο φτάνουμε κατηφορίζοντας προς το ρέμα. Παρατηρούμε την πετρόκτιστη κατασκευή του αυλακιού που οδηγούσε το νερό στο μύλο περνώντας με πέτρινη γέφυρα το ρέμα. Η γέφυρα αυτή έχει καταρρεύσει. Ο δεύτερος μύλος βρίσκεται πιο πάνω από τη βρύση του Ζιμνάκ.Ο τρίτος μύλος του Καϊμπά βρίσκεται ψηλότερα, κοντά στην κορυφή Σολτούκοβα τσούκα.



    Πάνω από τη βρύση Μπαϋράμ τσεσμέ, σε απόσταση 2 χλμ βορείως των Κιμμερίων, υπάρχουν θεμέλια μεγάλου βυζαντινού ναού, που αναφέρεται στην τοπική παράδοση ως Αγία Μαρίνα. Πιο συγκεκριμένα κοντά σε ένα μαντρί (στη διασταύρωση του χωματόδρομου προς τα χωριά Λιβάδι και Έρανος) βρίσκονται τα θεμέλια μεγάλης εκκλησίας τα οποία υφίστανται συνεχώς το καταστροφικό έργο λαθρανασκαφέων, χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση των αρμόδιων φορέων. Η γύρω περιοχή είναι γεμάτη μεγάλες τρύπες, που πρέπει να έγιναν με μεγάλα εκσκαπτικά μηχανήματα αλλά και εκσκαφές τμημάτων του ίδιου του βυζαντινού ναού, τμήματα του οποίου έχουν καταστραφεί. Η περιοχή είναι γεμάτη από κεραμικά αλλά και σκαλιστές πέτρες.   Σημειώνουμε πως τα τοπωνύμια της γύρω περιοχής (Πόποβα= του παπά, Τσόρκβα= εκκλησία κλπ) καθώς και τα πάμπολλα ερείπια μνημείων (όπως το μεγάλο αρχαίο φρούριο στη θέση Καλέ, ερείπια αρχαίων τάφων στη θέση Ζάϊτσεβο), ληνών, χαραγμάτων, εκκλησιών (όπως στη θέση  Όζιβα πλησίον Λιβαδίου) και παλαιών εγκαταλελειμμένων οικισμών (όπως στη θέση Μπαζόβα) μαρτυρούν έντονη χριστιανική παρουσία σε περιοχές όπου υπάρχουν σήμερα πομάκικοι ορεινοί οικισμοί. Είναι πιθανόν τα βυζαντινά ευρήματα της ορεινής περιοχής Κιμμερίων να συνδέονται με τα χρόνια πριν τον εξισλαμισμό των Πομάκων της Ροδόπης.   Σημειωτέον ότι η περιοχή μας γειτνιάζει με την μοναστική κοινότητα του Παπικίου όρους αλλά και με τις βυζαντινές μονές της Ξάνθης (Παναγία Καλαμού, Αρχαγγελιώτισσα, Μ.Ταξιαρχών).   Πιστεύουμε πως η ανάληψη δράσης εκ μέρους σας για τη σωτηρία της βυζαντινής εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας πρέπει να γίνει επειγόντως, πριν την ολοκληρωτική καταστροφή της από τους αρχαιοκάπηλους.

        Συνεχίζοντας το χωματόδρομο από τη βρύση Μπαϋράμ τσεσμέ προς το Λιβάδι φτάνουμε στη βρύση στη θέση Σκόκα. Ακολουθώντας από εκεί το ρέμα προς τα πάνω βρίσκουμε στη θέση Να Μπρασκαλόνο έναν εντυπωσιακό καταρράκτη, άγνωστο σε πολλούς. Πιστεύουμε ότι θα άξιζε το Δασαρχείο Ξάνθης να φτιάξει ένα μονοπάτι πρόσβασης για τον όμορφο αυτό καταρράκτη. 

    Ανεβαίνοντας από το Λιβάδι προς την Πόρτα, στη βρύση της θέσης Να Καϊμπούτσκονο στρίβουμε αριστερά για το Ανθηρό.  Πριν στρίψουμε προς το Ανθηρό συναντάμε δύο θέσεις μουσουλμανικών νεκροταφείο. Το παλαιότερο είναι μεγάλο και περιφραγμένο. Ξεχωρίζουν στο κέντρο τετράγωνοι τάφοι με μεγάλες πλάκες που έχουν αραβικές επιγραφές. Δύο από τις πλάκες έχουν αραβική χρονολογία 1222 (1807 μ.Χ.). Στο πιο κάτω νεκροταφείο μία πλάκα έχει χρονολογία 1254 (1837 μ.Χ.).  Το Ανθηρό (Ιχτιάρ Μαχαλά – υψ. 630 μ.)  είχε 52 κατοίκους το 1920 και 103 το 1961. Αν και στην απογραφή του 2001 αναγράφεται ως έρημο υπάρχουν αρκετοί κάτοικοι που έρχονται και μένουν εδώ για μεγάλο χρονικό διάστημα και φεύγουν μόνο κάποιο διάστημα το χειμώνα. Το Δημοτικό Σχολείο του Ανθηρού έκλεισε το 1989-90. Τα τοπωνύμια στην περιοχή είναι Να μετλίνοβο και Να μέριβονο. Στο Ανθηρό συναντάμε τέσσερα επίθετα: Τοπ, Όνμπαση, Μαλκότς, Μπάμπα, Καράοσμαν. Το όνομα Μπάμπα είναι παρατσούκλι που είχε δοθεί στα μέσα του 190υ αιώνα στον πατέρα του Ρεφίκ Μπάμπα, ο οποίος ήταν φύλακας στα αμπέλια (τουρκικά το αμπέλι ονομάζεται bağ) της περιοχής, κάτι σαν αγροφύλακας.Το τζαμί ανακατασκευάστηκε το 2004. Το παλιότερο σπίτι του Ανθηρού ανήκει στον Μαλκότς Χασάν και βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το τζαμί. Το Ανθηρό ήταν το πρώτο χωριό στο οποίο μετεγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι από το Στάρονο Σέλο μετά την αρρώστια που είχε πέσει.  Μετά το 1958 άρχισε η μετανάστευση προς τη Γερμανία και μετά το 1967 προς την Αθήνα. Το σχολείο έκλεισε το 1989-90. Το 1983-4 φοιτούσαν εδώ 23 μαθητές και την αμέσως επόμενη χρονιά 12 μαθητές.

    Το χωριό Έρανος (πομακ. Στάρο Σέλο, τουρκ. Οτμάν Γιερί) βρίσκεται σε υψόμετρο 570 μ. Το 1920 ζούσαν εδώ 292 κάτοικοι, 348 το 1940 και 186 το 1981. Έκτοτε απογράφεται ως ακατοίκητος οικισμός γιατί τους χειμερινούς μήνες (που γίνεται η απογραφή) οι κάτοικοί του μένουν στην περιοχή Κιμμερίων. Όμως, από την άνοιξη και μετά πολλοί επιστρέφουν και αρκετά σπίτια έχουν επιδιορθωθεί τα τελευταία χρόνια. Την τελευταία Κυριακή του Σεπτέμβρη διοργανώνεται εδώ μεγάλο κουρμπάνι μπροστά στο τζαμί του χωριού.

    Το Πριόνι (υψ. 680 μ.) είχε 185 κατοίκους το 1961 και 229 το 1981. Έκτοτε οι κάτοικοι άρχισαν να κατεβαίνουν μαζικά στις πόλεις. Το Πριόνι πήρε το Πομάκικο όνομά του Κιόστρα από το ομώνυμο αρωματικό φυτό που αφθονούσε στην περιοχή. Τριγύρω βρίσκουμε επίσης φουντουκιές (läski) και φραουλιές (zunítsi). Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν κρεμμύδια, φασόλια, πατάτες. Στην είσοδο του χωριού ένα σπίτι με αυλή (ubílok) περιφραγμένη με ξύλα (tukát)

     Το χωριό είναι κυριολεκτικά κυκλωμένο από μεσέδες (δρυς-góram). Tα σπίτια είναι κτισμένα από γρανίτη Sin kámen) συνήθως χωρίς χαγιάτι, καθώς ήταν διαφορετική η χρήση της κατοικίας στην περιοχή (ανάπτυξη κτηνοτροφίας και απουσία καπνοκαλλιέργειας). 

        Στο παλιό φρούριο (καλέ) δίπλα στο Πριόνι βρίσκουμε σκορπισμένα δεκάδες σπασμένα κεραμικά. Η θέα από το καλέ της Κιόστρας (υψ. 681 μ.) είναι καταπληκτική. Όλος ο κάμπος στα πόδια μας σα να βρισκόμαστε πάνω σε αεροπλάνο. Προς τα ανατολικά απλώνονται μπροστά μας  με τη σειρά τα χωριά  Σέλερο, Φίλια, Σήμαντρα, Σούνιο, Αμαξάδες. Πιο κάτω προς τη Λίμνη Βιστονίδα βλέπουμε το Βελοχώρι, το Γρήγορο, το Σέλινο, το Πολύσιτο, τη Συδινή. Tεράστιοι ογκόλιθοι είναι σπαρμένοι παντού σχηματίζοντας συχνά μικρές κουφάλες (péstire) που χρησιμεύουν για καταφύγιο από τη βροχή. Mας αναφέρθηκε ότι στην περιοχή είχε βρεθεί ένα αγαλματίδιο με αναπαράσταση της μορφής του Ηρακλή. Στα ανατολικά του χωριού προς τη Ρύμη λειτουργούσε νερόμυλος.   Στα τοπωνύμια της περιοχής συμπεριλαμβάνονται τα παρακάτω: Kρούσοβο, Σλήβονο, Τσούκοβο, Λίποβο, Γιερ Κιοπρύ, Παντίνονο. Το Δημοτικό Σχολείο του Πριονίου έκλεισε το 1990.



   Η Πόρτα (Παρτόκοβα- υψ. 700 μ.) είναι από τα χωριά της περιοχής που αρχίζουν να ξαναζωντανεύουν καθώς πολλοί παλιοί κάτοικοι επισκευάζουν τα σπίτια τους. Κάθε Σαββατοκύριακο είναι ανοιχτό στην Πόρτα ένα ταβερνάκι με καταπληκτική θέα όλο τον κάμπο της Ξάνθης. Ο πληθυσμός της Πόρτας είχε την ακόλουθη εξέλιξη: 1920:99, 1940:252, 1971:237, 1991:8 κάτοικοι. Το Δημοτικό Σχολείο της Πόρτας έκλεισε το 1985.

Η πληθυσμιακή εξέλιξη των ορεινών οικισμών της περιοχής Κιμμερίων
σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ 

* Από το βιβλίο των Α.Χ.Δομτζίδη & Ν.Θ.Κόκκα «Καταγράφοντας ζωντανές μνήμες στα Κιμμέρια Ξάνθης». Κιμμέρια 2006. έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου Κιμμερίων «Ο Αμφέραος».

Το βιβλίο διατίθεται στα Κιμμέρια, στα γραφεία του Πολιτιστικού Συλλόγου.