Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

1869 - ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ
Πληροφορίες για τους Πομάκους βρίσκουμε και στο έργο του εθνογράφου και πρωτεργάτη της Βουλγαρικής επανάστασης του 1869 Λιούμπεν Καραβέλωβ (1834-1879). Ο Καραβέλωβ αναφέρει πως οι Πομάκοι τρέφουν ιδιαίτερο μίσος προς τους Τούρκους. Σαν απόδειξη παραθέτει ένα τραγούδι το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθερία» (Svoboda) στο Βουκουρέστι το 1869 και το οποίο περιγράφει τη σύγκρουση ενός ήρωα του γιου του Πάντσο (Πάντσο-ογλου) με τον τουρκικό στρατό:



Kníga píshe yunák Páncho olú
Ta ya práshta brátu, pobrátimu
Bayiraktár Nánu Bulgárinu:
- Mnógo zdráve, Náno, Bulgárine,
Ya sabéri Búlgarski yunátsi,
Barzhi mómtsi do déset hiliáda,
Pa da dóyidesh vov Lóvecha gráda
Da pomónesh brátu Pánco olú
Che si íde na men sadrazáma –
Vódi Túrtsi, vódi enítsere
Po nízame i tabór Chitátsi
Íshka ménesadrázam da hváne
Da me véze, káto váklo yágne,
Da me vódi vov Lóvena gráda
Po Lóveshki úlitsi shiróki
Da ma bési na súhata várba
Káto kúche ot kúchka rodéno.
Kníga cheté Náno Bulgárina
Kníga cheté, drébni sólzi róni.
Pa sabíra se otvór yunáchi,
Kóito sa pod búka poraslé
Sabrál Náno gízdavi yunáchi
Posabrál gi do déset hiliáda
Pa prízad da pomógnu brátu!
Sréshnale sa Túrtsi s Pomáshite
S Pomáshite óshte s Bulgárete:
Túrtsi rézhat a Pomátsi kólat...
Zachérvile nívi i liváde
Kárvi tékat – Vóda ot planiná,
A léshove - kat snópe na níva!
Províkna se yunák Pánco olú:
- Chúyi ti méne, tsárski sadrazámu
As sam Pomák, yunáshko koliáno –
Ne sam rodén ot bâla Turkínia,
Ne sam povét v kadifé, v koprína
Ne sam hranén ni mázno, ni sládko
Men rodí mláda Pomakínia,
Póvila me vov búkova shúmka
Rástila ma pod búka zeléna
Hránila ma s kukurúzno bráshno
Úchila ma s Túrchin da ne píya
Ni Turkínia líbe da ne líba-
Náuchi ma Túrchite da bíya...
Sas sáblia i ótseche gláva
Túrtska gláva, gláva sadrazamska.

Ο γιος του Πάντσο γράφει ένα χαρτί
Και το στέλνει στον αδελφό του, τον αδελφό του.
Το σημαιοφόρο το Νάνο, το Βούλγαρο:
- Καλημέρα, Νάνου, Βούλγαρε,
Πήγαινε να μαζέψεις γενναίους Βουλγάρους,
Γενναίους άντρες δέκα χιλιάδες
Κι ελάτε στην πόλη του Λόβετς
Να βοηθήσετε τον αδελφό σας το γιο του Πάντσο
Γιατί ο βεζίρης έρχεται –
Οδηγώντας Τούρκους και γενίτσαρους
Στρατιώτες και μια ομάδα Τσιτάκων.
Θέλει να με πιάσει
Να με δέσει σα νέα προβατίνα
Και να με πάρει στην πόλη του Λόβετς
Στου Λόβετς τους φαρδιούς δρόμους
Να με κρεμάσει σε μια ξερή ιτιά
Σα σκυλί γεννημένο από σκύλα.
Ο Νάνο ο Βούλγαρος διαβάζει ένα χαρτί
Διαβάζει και τα μάτια του κλαίνε.
Μαζεύει μια ομάδα νέων αντρών
Που μεγαλώσαν κάτω απ’ τη βελανιδιά
Μάζεψε ο Νάνο άντρες δυνατούς
Δέκα χιλιάδες απ’ αυτούς
Και πάει να βοηθήσει τον αδελφό του!
Οι Τούρκοι συναντήθηκαν με τους Πομάκους
Τους Πομάκους και τους Βούλγαρους:
Οι Τούρκοι κόβουν, οι Πομάκοι σφάζουν...
Κόκκινα από το αίμα τα χωράφια
Το αίμα τρέχει σα νερό απ’ τα βουνά,
Και τα κορμιά σαν το στάρι στα χωράφια!
Και φώναξε του Πάντσο ο γιος:
- Άκουσέ με, βεζίρη
Είμαι Πομάκος, γιος ήρωα...
Δε γεννήθηκα από μάνα Τουρκάλα,
Δε με τύλιξαν σε βελούδο και μετάξι,
Δε με τάισαν με λίπος και γλυκά.
Γεννήθηκα από Πομάκισσα μάνα
Με τύλιξε σε φύλλα βελανιδιάς,
Με μεγάλωσε κάτω από την πράσινη βελανιδιά
Με τάισε καλαμποκίσιο αλεύρι,
Με έμαθε με Τούρκο να μην πίνω
Γυναίκα Τουρκάλα να μην αγαπώ...
Με έμαθε τους Τούρκους να πολεμώ...
Το σπαθί του ανέμισε και το κεφάλι έκοψε,
Το Τούρκικο κεφάλι ενός Βεζίρη.